madeja - ορισμός. Τι είναι το madeja
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι madeja - ορισμός


madeja         
madeja (del lat. "mataxa", hilo, seda cruda)
1 f. Conjunto de vueltas grandes de hilo, lana, seda, etc., *devanados sin ningún soporte. Cadejo, capillejo, primichón. Centenal, cuenda. Caballo, vuelta. Devanar, empuchar. Desmadejar, enmadejar.
2 Mata de *pelo.
3 (n. calif.; con artículo masculino) Se aplica a un hombre perezoso o abandonado.
Enredar[se] la madeja. Complicar[se] un asunto.
madeja         
sust. fem.
1) Hilo recogido en vueltas iguales sobre un torno o aspadera, para que luego se pueda devanar fácilmente.
2) fig. Botánica. Mata de pelo.
3) fig. fam. Hombre flojo y dejado.
madeja         
Sinónimos
sustantivo

Βικιπαίδεια

Madeja
El término madeja (o su plural, madejas) puede referirse, en esta enciclopedia:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για madeja
1. "Es un madeja muy difícil de desmadejar", comentaba el ministro.
2. Pero la madeja de aquellas reuniones llega mucho más lejos.
3. LLUÍS URÍA – 03/06/2006 Corresponsal PARÍS .– La enredada madeja del caso Clearstream empieza a desenmarańarse.
4. Si no hay acuerdo serán los ministros de Exteriores el 15 de octubre o los jefes de Estado, el 18, quienes deberán desenredar la madeja.
5. Y por el otro mantiene la iniciativa de realizar "protestas culturales" para tratar de desarmar la enredada madeja que le plantean los cortes de ruta.
Τι είναι madeja - ορισμός